οἴγω
οἴγω, Op. 819 , etc.; later οἴγνυμι, AP 9.356 ( ): fut.
A). οἴξω Cyc. 502 : aor. ᾦξα ; but augm. forms usu. have 24.457 ὠϊ- in Ep. (v. infr.); part. οἴξας (v. infr.): Ion. pf. Pass. ὤϊκται : the compd. 4.55 ἀνοίγνυμι or ἀνοίγω (q. v.) is much commoner, cf. also διοίγνυμι :—open, οἴξασα κληῖδι θύρας ; 6.89 τῇσι θύρας ὤϊξε ib. 298 ; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω HF 332 ; ξενῶνας οἴξας Alc. 547 , cf. Com.Adesp. 1211 : abs., ᾦξε γέροντι he opened the door for the old man, ; also 24.457 [οἶνον]. . ὤϊξεν ταμίη she opened the wine, ; 3.392 οἶγε πίθον open the wine-jar, l. c.; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Pr. 611 :— Pass., πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο ( v.l. ὠΐγοντο , i. e. ὠείγ-, in PHib. 21 ) πύλαι , 2.809 8.58 ; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου Fr. 75.14 ; ἡ θύρη .. ὤϊκται l. c.( Aeol. inf. ὀείγην IG 12(2).6.43 (Mytil.); part. ὀείγων Lobel : prob. 225 ὀ-v ειγ- and ὀ-vῐγ-, cf. Skt. véga- 'quick movement'; cf. ἐπῴχατο, προσοίγνυμι.)