οἰακίζω
οἰᾱκ-ίζω, Ion. οἰηκ-,
A). steer: hence, govern, guide, manage, τελαμῶσι σκυτίνοις οἰηκίζοντες [τὰς ἀσπίδας] ; 1.171 [ἵππους] οἰ. guide them (when swimming), , etc.:— Pass., of horses, 3.43.4 ἀπὸ ῥαβδίου -ίζεσθαι ; of the seasons, 17.3.7 . 9.914
2). metaph., τὰ πάντα οἰ. Κεραυνός ; 64 τοὺς νέους -οντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ EN 1172a21 :— Pass., ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος -όμενος . 18.59