Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀθονείδιον
ὀθόνη
ὀθονιακός
ὀθονιηρά
ὀθόνινος
ὀθόνιον
ὀθονιοπλόκος
ὀθονιοποιός
ὀθονιοπώλης
ὀθόννα
ὀθονοποιός
ὁθούνεκα
ὁθούνεκεν
ὀθρεῖν
ὄθριξ
ὄθροον
Ὄθρυς
ὁΐ
οἴ
οι
οἷ
View word page
ὀθονοποιός
ὀθονοποιός
,
ὁ
,
A).
v.l. for
ὀθονιοποιός
in
Dsc.
5.134
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀθονοποιός
Headword (normalized):
ὀθονοποιός
Headword (normalized/stripped):
οθονοποιος
IDX:
72168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72169
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀθονοποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ὀθονιοποιός</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.134 </span>.</div> </div><br><br>'}