Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὅθεν
ὀθέτη
ὅθῐ
ὄθιζα
ὄθλεις
ὄθμα
ὄθμισμα
ὀθνεῖος
ὀθνιότυμβος
ὄθομαι
ὀθονείδιον
ὀθόνη
ὀθονιακός
ὀθονιηρά
ὀθόνινος
ὀθόνιον
ὀθονιοπλόκος
ὀθονιοποιός
ὀθονιοπώλης
ὀθόννα
ὀθονοποιός
View word page
ὀθονείδιον
ὀθον-είδιον, τό, Dim. of ὀθόνιον, POxy. 1679.5 (iii A. D., pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀθονείδιον
Headword (normalized):
ὀθονείδιον
Headword (normalized/stripped):
οθονειδιον
IDX:
72158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀθον-είδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">ὀθόνιον,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1679.5 </span> (iii A. D., pl.).</div><br><br>'}