Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀδοντοφύησις
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντόφυτος
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδούρεις
ὁδουρέω
ὁδούρης
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
View word page
ὀδός
ὀδός,
A). v. οὐδός.


ShortDef

a threshold > οὐδός

Debugging

Headword:
ὀδός
Headword (normalized):
ὀδός
Headword (normalized/stripped):
οδος
IDX:
72086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72087
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀδός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οὐδός.</span> </div> </div><br><br>'}