Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
ἀναπίνω
ἀναπιπράσκω
ἀναπίπτω
ἀναπισσόω
ἀναπίτνημι
ἀναπιτύζω
ἀναπιτυσμός
ἀναπλάκητος
ἀνάπλασις
ἀνάπλασμα
ἀναπλασμός
ἀναπλάσσω
ἀναπλαστέον
ἀναπλαστικός
ἀνάπλαστος
ἀναπλατύνομαι
ἀναπλείω
ἀναπλέκω
View word page
ἀναπλάκητος
ἀναπλάκητος, ον,
A). = ἀναμπλάκητος , q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναπλάκητος
Headword (normalized):
ἀναπλάκητος
Headword (normalized/stripped):
αναπλακητος
IDX:
7207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπλάκητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναμπλάκητος</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}