Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀδοντικός
ὀδοντίς
ὀδόντισμα
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντόκυνες
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντοξυστήρ
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντότριμμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφύησις
View word page
ὀδοντοξυστήρ
ὀδοντο-ξυστήρ, ῆρος, , = foreg., Hermes 38.282 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀδοντοξυστήρ
Headword (normalized):
ὀδοντοξυστήρ
Headword (normalized/stripped):
οδοντοξυστηρ
IDX:
72066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀδοντο-ξυστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.282 </span>.</div><br><br>'}