Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
ὁδοιπόριον
ὁδοίπορος
ὀδολκαί
ὁδόμετρον
ὀδοντάγρα
ὀδονταγωγόν
ὀδονταλγέω
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
View word page
ὀδολκαί
ὀδολκαί· ὀβολοί (Cret.), Hsch. ὁδόλυνθοι· ἐρέβινθοι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀδολκαί
Headword (normalized):
ὀδολκαί
Headword (normalized/stripped):
οδολκαι
IDX:
72044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀδολκαί·</span> <span class="foreign greek">ὀβολοί</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ὁδόλυνθοι·</span> <span class="foreign greek">ἐρέβινθοι,</span> Id.</div><br><br>'}