Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁδηγός
ὁδηπορία
ὁδί
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδιστής
ὁδίτης
ὀδμαλέος
ὀδμάομαι
ὀδμήεις
ὄδμηνος
ὁδό
ὁδοιδοκέω
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανής
ὁδοιπλανία
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορία
ὁδοιπορικός
ὁδοιπορινός
View word page
ὄδμηνος
ὄδμ-ηνος· πολύοσμος, εὔοσμος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄδμηνος
Headword (normalized):
ὄδμηνος
Headword (normalized/stripped):
οδμηνος
IDX:
72031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄδμ-ηνος·</span> <span class="foreign greek">πολύοσμος, εὔοσμος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}