Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀγκωτικός
ὀγκωτός
ὀγμεύω
Ὄγμιος
ὄγμος
ὄγυρον
ὀγχέω
Ὀγχησμίτης
ὄγχνη
ὅδα
ὀδάβα
ὀδαγμός
ὁδαγός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξησμός
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὀδαξώδης
ὀδαρός
View word page
ὀδάβα
ὀδάβα, Hsch. ὄδαγμα· βρῶμα, κτλ., Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀδάβα
Headword (normalized):
ὀδάβα
Headword (normalized/stripped):
οδαβα
IDX:
71993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀδάβα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ὄδαγμα·</span> <span class="foreign greek">βρῶμα, κτλ.,</span> Id.</div><br><br>'}