Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὄγκωσις
ὀγκωτικός
ὀγκωτός
ὀγμεύω
Ὄγμιος
ὄγμος
ὄγυρον
ὀγχέω
Ὀγχησμίτης
ὄγχνη
ὅδα
ὀδάβα
ὀδαγμός
ὁδαγός
ὁδαῖος
ὀδακτάζω
ὀδάξ
ὀδαξησμός
ὀδαξητικός
ὀδάξω
ὀδαξώδης
View word page
ὅδα
ὅδα·
φορτία, ἢ ὤνια
(
ὀδαφορτία, ἰωνία
cod.),
οἱ δὲ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὅδα
Headword (normalized):
ὅδα
Headword (normalized/stripped):
οδα
IDX:
71992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71993
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅδα·</span> <span class="foreign greek">φορτία, ἢ ὤνια</span> (<span class="foreign greek">ὀδαφορτία, ἰωνία</span> cod.), <span class="foreign greek">οἱ δὲ</span> </div><br><br>'}