Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄγκοϲ
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκύλον
ὀγκυλόομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτικός
ὀγκωτός
ὀγμεύω
Ὄγμιος
ὄγμος
ὄγυρον
ὀγχέω
Ὀγχησμίτης
ὄγχνη
ὅδα
ὀδάβα
View word page
ὀγκωτικός
ὀγκ-ωτικός, , όν , τῶν πραγμάτων dub. l. in Cat.Cod.Astr. 2.164.17 (ἐγκοπτικός Kroll).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀγκωτικός
Headword (normalized):
ὀγκωτικός
Headword (normalized/stripped):
ογκωτικος
IDX:
71983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγκ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> <span class="foreign greek">, τῶν πραγμάτων</span> dub. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.164.17 </span> (<span class="foreign greek">ἐγκοπτικός</span> Kroll).</div><br><br>'}