Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀγκοειδής
ὀγκολογέω
ὀγκοπελεθίαν
ὀγκοποιέω
ὄγκος
ὄγκος
ὄγκοϲ
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκύλον
ὀγκυλόομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτικός
ὀγκωτός
ὀγμεύω
Ὄγμιος
ὄγμος
View word page
ὀγκύλον
ὀγκ-ύλον·
σεμνόν, γαῦρον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀγκύλον
Headword (normalized):
ὀγκύλον
Headword (normalized/stripped):
ογκυλον
IDX:
71977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71978
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγκ-ύλον·</span> <span class="foreign greek">σεμνόν, γαῦρον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}