Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀγκία
ὀγκίαι
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκοειδής
ὀγκολογέω
ὀγκοπελεθίαν
ὀγκοποιέω
ὄγκος
ὄγκος
ὄγκοϲ
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκύλον
ὀγκυλόομαι
ὀγκώδης
ὀγκώδης
ὄγκωμα
ὄγκωσις
ὀγκωτικός
View word page
ὄγκοϲ
ὄγκος (C), ον, as Adj.;
A). v. ὀγκηρός fin.


ShortDef

the barb
bulk, size, mass
pompous

Debugging

Headword:
ὄγκοϲ
Headword (normalized):
ὄγκος
Headword (normalized/stripped):
ογκος
IDX:
71973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄγκος</span> (C), <span class="itype greek">ον</span>, as Adj.; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀγκηρός</span> fin.</div> </div><br><br>'}