Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀγκηρός
ὄγκησις
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκία
ὀγκίαι
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκοειδής
ὀγκολογέω
ὀγκοπελεθίαν
ὀγκοποιέω
ὄγκος
ὄγκος
ὄγκοϲ
ὀγκόφωνος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκύλον
ὀγκυλόομαι
ὀγκώδης
View word page
ὀγκοπελεθίαν
ὀγκο-πελεθίαν· πέλεθον οὖσαν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀγκοπελεθίαν
Headword (normalized):
ὀγκοπελεθίαν
Headword (normalized/stripped):
ογκοπελεθιαν
IDX:
71969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγκο-πελεθίαν·</span> <span class="foreign greek">πέλεθον οὖσαν,</span> Id.</div><br><br>'}