Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀγκαλέω
ὀγκάομαι
ὄγκη
ὀγκηθμός
ὄγκημα
ὀγκηρός
ὄγκησις
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκία
ὀγκίαι
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκοειδής
ὀγκολογέω
ὀγκοπελεθίαν
ὀγκοποιέω
ὄγκος
ὄγκος
ὄγκοϲ
ὀγκόφωνος
View word page
ὀγκίαι
ὀγκίαι· θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀγκίαι
Headword (normalized):
ὀγκίαι
Headword (normalized/stripped):
ογκιαι
IDX:
71964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγκίαι·</span> <span class="foreign greek">θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}