Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ὄγκᾱ
ὀγκαλέω
ὀγκάομαι
ὄγκη
ὀγκηθμός
ὄγκημα
ὀγκηρός
ὄγκησις
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκία
ὀγκίαι
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκοειδής
ὀγκολογέω
ὀγκοπελεθίαν
ὀγκοποιέω
ὄγκος
ὄγκος
ὄγκοϲ
View word page
ὀγκία
ὀγκία,
A). v. οὐγκία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀγκία
Headword (normalized):
ὀγκία
Headword (normalized/stripped):
ογκια
IDX:
71963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγκία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οὐγκία.</span> </div> </div><br><br>'}