Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὀγδοιο
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
Ὄγκᾱ
ὀγκαλέω
ὀγκάομαι
ὄγκη
ὀγκηθμός
ὄγκημα
ὀγκηρός
ὄγκησις
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
ὀγκία
ὀγκίαι
ὄγκινος
ὄγκιον
ὀγκοειδής
ὀγκολογέω
View word page
ὄγκημα
ὄγκ-ημα
,
ατος
,
τό
, = foreg. II,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄγκημα
Headword (normalized):
ὄγκημα
Headword (normalized/stripped):
ογκημα
IDX:
71958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71959
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄγκ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg. II, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}