Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὀγδοιο
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
Ὄγκᾱ
ὀγκαλέω
ὀγκάομαι
ὄγκη
ὀγκηθμός
ὄγκημα
ὀγκηρός
ὄγκησις
ὀγκηστής
ὀγκηστικός
View word page
ὀγδώκοντα
ὀγδώκοντα, ὀγδωκονταέτης, ὀγδωκοντούτης,
A). v. ὀγδοηκ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀγδώκοντα
Headword (normalized):
ὀγδώκοντα
Headword (normalized/stripped):
ογδωκοντα
IDX:
71952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγδώκοντα</span>, <span class="orth greek">ὀγδωκονταέτης</span>, <span class="orth greek">ὀγδωκοντούτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀγδοηκ-.</span> </div> </div><br><br>'}