Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὄβρυζος
ὀγάστριος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδόδιον
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντάλιθος
ὀγδοηκοντάπηχυς
ὀγδοηκοντάρουρος
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοντατέσσαρες
ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοσταῖος
ὀγδοηκοστός
ὀγδοημόριον
ὀγδοιο
ὄγδοος
View word page
ὀγδοηκοντάλιθος
ὀγδοηκοντά-λῐθος
,
ὁ
, title of work by Orpheus,
Suid.
A).
s.v.
Ὀρφεύς.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀγδοηκοντάλιθος
Headword (normalized):
ὀγδοηκοντάλιθος
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκονταλιθος
IDX:
71941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71942
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀγδοηκοντά-λῐθος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, title of work by Orpheus, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Ὀρφεύς.</span> </div> </div><br><br>'}