Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτηπ
ὀβριμοπάτρη
ὀβριμοπάτρα
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὀβρυζιακός
ὄβρυζος
ὀγάστριος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
ὀγδοάς
ὀγδοατικός
ὀγδόατος
ὀγδόδιον
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντάδραχμος
View word page
ὀβρυζιακός
ὀβρυζ-ιακός
,
ή
,
όν
, = sq.,
Stud.Pal.
20.146.9
(v/vi A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀβρυζιακός
Headword (normalized):
ὀβρυζιακός
Headword (normalized/stripped):
οβρυζιακος
IDX:
71930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71931
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀβρυζ-ιακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 20.146.9 </span> (v/vi A. D.).</div><br><br>'}