Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀβολοστάτης
ὄβρια
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτηπ
ὀβριμοπάτρη
ὀβριμοπάτρα
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβρυζα
ὀβρυζιακός
ὄβρυζος
ὀγάστριος
ὀγδοαδικός
ὀγδοαῖος
View word page
ὀβριμοπάτηπ
ὀβρῐμο-πάτηπ·
ἰσχυρὸν πατέρα ἔχων,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀβριμοπάτηπ
Headword (normalized):
ὀβριμοπάτηπ
Headword (normalized/stripped):
οβριμοπατηπ
IDX:
71924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71925
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀβρῐμο-πάτηπ·</span> <span class="foreign greek">ἰσχυρὸν πατέρα ἔχων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}