Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀβελίτης
ὀβελός
ὀβολιαῖος
ὀβολίσκος
ὀβολισμός
ὀβολολογέω
ὀβολός
ὀβολοστατέω
ὀβολοστατήρ
ὀβολοστάτης
ὄβρια
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμόγυιος
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοδυνάστης
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθυμος
ὀβριμόπαις
ὀβριμοπάτηπ
ὀβριμοπάτρη
View word page
ὄβρια
ὄβρια,
A). v. ὀβρίκαλα.


ShortDef

the young of animals

Debugging

Headword:
ὄβρια
Headword (normalized):
ὄβρια
Headword (normalized/stripped):
οβρια
IDX:
71915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71916
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄβρια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀβρίκαλα.</span> </div> </div><br><br>'}