ὀαρίζω
ὀᾰρ-ίζω (ὄαρος), Ep. Verb, used only in pres. and impf.,
A). converse or chat with ( Par. 43 ), c. dat. pers., ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί ; 6.516 τῷ ὀαριζέμεναι (v. δρῦς) 22.127 ; μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν h.Merc. 170 : c.acc. cogn., ὀάρους ὀαρίζει h.Hom. 23.3 : contr. impf., ὠρίζεσκον φιλότητι h.Merc. 58 .