ξυστικός
ξυστικός, ή, όν,
A). of or for scraping : ἡ -κή the art of polishing, Sch. D.T. p.110H.
2). corrosive, χυμός ap. , 3.81b Nat.Fac. 2.9 ; ξυστικὸν ἔχει τῶν ἐντέρων Febr. I ; of plasters, Fr. 88 .
II). (ξυστός) taking exercise in a xystus: hence, athlete, xysticorum certationes Aug. 45 ; ἀνὴρ ξ. ; 13.1023 ξ. ἀθληταί BCH 28.22 ; ξ. σύνοδος Athletic Association, ἡ ἱερὰ θυμελικὴ καὶ ξ. ς. OGI 713.3 (Alexandria, iii A. D.); ἡ ἱερὰ ξ. περιπολιστικὴ οἰκουμενικὴ σύνοδος IG 14.956B19 , cf. PLond. 3.1178.2 (ii A. D.), etc.