ξυστάρχης
ξυστάρχ-ης, ου, ὁ,(ξυστός)
A). president of an athletic association, ὃν βασιλῆς .. στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171 , cf. POxy. 1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb. 5725 , etc.; διὰ βίου ξ. IGRom. 4.1215 (Smyrna), IG 14.1102 , al.