Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσς
ξυστάδες
ξυστάλλιον
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
ξυστηρίδιον
ξυστήριος
ξυστιδωτός
ξυστικός
ξυστίς
View word page
ξυστάδες
ξυστάδες· αἱ πυκναὶ ἄμπελοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυστάδες
Headword (normalized):
ξυστάδες
Headword (normalized/stripped):
ξυσταδες
IDX:
71846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξυστάδες·</span> <span class="foreign greek">αἱ πυκναὶ ἄμπελοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}