Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξυνάν2
ξύνιε
ξ3
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνόω
ξυνών
ξυνωνία
ξυνωνός
ξυνωρίς
ξυόεσσαν
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρησμός
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίζω
View word page
ξυνωρίς
ξῠνωρίς, ίδος, ,
A). v. συνωρίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυνωρίς
Headword (normalized):
ξυνωρίς
Headword (normalized/stripped):
ξυνωρις
IDX:
71812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠνωρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνωρίς.</span> </div> </div><br><br>'}