Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναπέμπω
ἀναπεπταμένος
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπεφλασμένως
ἀναπηγάζει
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
View word page
ἀναπηγάζει
ἀναπηγάζει·
ἀναδίδωσιν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναπηγάζει
Headword (normalized):
ἀναπηγάζει
Headword (normalized/stripped):
αναπηγαζει
IDX:
7180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7181
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπηγάζει·</span> <span class="foreign greek">ἀναδίδωσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}