ξυνάν2
ξυνάν; Ion. ξυνέων ; Att. ξυνών:—
A). joint-owner, partner, c. gen., κακῶν ἔργων Th. 595 ; ἔργων ἀργαλέων ib. 601 ; ἑλκέων ξυνάονες, i.e. afflicted by sores, P. 3.48 : abs., ξυνάν friend, N. 5.27 ; ξυνών Fr. 1074 ; παρθένου σέβας ἤμειψα, παίδων δ’ ἐζύγην ξυνάονι prob. in Fr. 99.6 ; δυσὶν ζευχθεῖσα φίλοις ξυνάοσι τέκνων, i.e. having married two husbands, Epigr.Gr. 241a3 (Smyrna).