Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπταμένος
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπεφλασμένως
ἀναπηγάζει
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
View word page
ἀναπεφλασμένως
ἀναπεφλασμένως, Adv. pf. part. Pass. of ἀναφλάω, q. v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναπεφλασμένως
Headword (normalized):
ἀναπεφλασμένως
Headword (normalized/stripped):
αναπεφλασμενως
IDX:
7179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπεφλασμένως</span>, Adv. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">ἀναφλάω,</span> q. v. </div><br><br>'}