Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
View word page
ξυλοτρώκτης
ξῠλο-τρώκτης, ου, ,
A). eating wood, σκώληξ Suid. s.v. τερηδών.


ShortDef

eating wood

Debugging

Headword:
ξυλοτρώκτης
Headword (normalized):
ξυλοτρώκτης
Headword (normalized/stripped):
ξυλοτρωκτης
IDX:
71768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-τρώκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eating wood,</span> <span class="quote greek">σκώληξ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">τερηδών.</span> </div> </div><br><br>'}