Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξυλοπριστικὸς
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
View word page
ξυλοτομία
ξῠλο-τομία
,
ἡ
,
A).
woodcutting,
POxy.
1631.9
(iii A.D.).
ShortDef
woodcutting
Debugging
Headword:
ξυλοτομία
Headword (normalized):
ξυλοτομία
Headword (normalized/stripped):
ξυλοτομια
IDX:
71765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71766
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-τομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woodcutting,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1631.9 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}