Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξυλοπέταλον
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικὸς
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
View word page
ξυλοστεγής
ξῠλο-στεγής, ές,
A). covered with wood, prob. in POxy. 2146.13 (iii A.D.).


ShortDef

covered with wood

Debugging

Headword:
ξυλοστεγής
Headword (normalized):
ξυλοστεγής
Headword (normalized/stripped):
ξυλοστεγης
IDX:
71762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-στεγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covered with wood,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 2146.13 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}