Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
ξυλοπέταλον
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικὸς
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
View word page
ξυλοπωλικός
ξῠλο-πωλικός, , όν,
A). of a timber-merchant, ἐργαστήριον BGU 1151.40 (i B.C.).


ShortDef

of a timber-merchant

Debugging

Headword:
ξυλοπωλικός
Headword (normalized):
ξυλοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
ξυλοπωλικος
IDX:
71759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-πωλικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a timber-merchant,</span> <span class="quote greek">ἐργαστήριον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1151.40 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}