Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
ξυλομυρσίνη
ξύλον1
ξυλοναΐσκιον
ξυλόξεσις
ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
ξυλοπέταλον
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικὸς
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
View word page
ξυλοπέταλον
ξῠλο-πέτᾰλον, τό,
A). = πεντέφυλλον , Dsc. 4.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξυλοπέταλον
Headword (normalized):
ξυλοπέταλον
Headword (normalized/stripped):
ξυλοπεταλον
IDX:
71752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-πέτᾰλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πεντέφυλλον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.42 </span>.</div> </div><br><br>'}