Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλόκερκος
ξυλοκιννάμωμον
ξυλόκοκκον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκύμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
ξυλολυχνοῦχος
ξυλόλωτος
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
View word page
ξυλοκύμβη
ξῠλο-κύμβη
,
ἡ
, nickname of an ill-favoured woman,
Com.Adesp.
1091
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξυλοκύμβη
Headword (normalized):
ξυλοκύμβη
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκυμβη
IDX:
71734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71735
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-κύμβη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, nickname of an ill-favoured woman, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1091 </span>.</div><br><br>'}