Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόβολον
ξυλόγλυκον
ξυλογλύφος
ξυλογραφέομαι
ξυλοδωνίη
ξυλοειδής
ξυλοεργός
ξυλοθήκη
ξυλοκάνθηλα
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκάρυον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλόκερκος
ξυλοκιννάμωμον
ξυλόκοκκον
View word page
ξυλοκάνθηλα
ξῠλο-κάνθηλα
,
τά
, = sq.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξυλοκάνθηλα
Headword (normalized):
ξυλοκάνθηλα
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκανθηλα
IDX:
71718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71719
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-κάνθηλα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}