Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξυλιστής
ξυλίτης
ξυλλ
ξυλλείομαι
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόβολον
ξυλόγλυκον
ξυλογλύφος
ξυλογραφέομαι
ξυλοδωνίη
ξυλοειδής
ξυλοεργός
ξυλοθήκη
ξυλοκάνθηλα
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκάρυον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
View word page
ξυλοδωνίη
ξῠλο-δωνίη
(leg.
-δομίη
)
· τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξυλοδωνίη
Headword (normalized):
ξυλοδωνίη
Headword (normalized/stripped):
ξυλοδωνιη
IDX:
71714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71715
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῠλο-δωνίη</span> (leg. <span class="foreign greek">-δομίη</span>)<span class="foreign greek">· τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}