Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλισμός
ξυλιστής
ξυλίτης
ξυλλ
ξυλλείομαι
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόβολον
ξυλόγλυκον
ξυλογλύφος
ξυλογραφέομαι
ξυλοδωνίη
ξυλοειδής
ξυλοεργός
ξυλοθήκη
View word page
ξυλλείομαι
ξυλλείομαι
, Boeot. for
ξυλεύομαι,
dub. in
Supp.Epigr.
2.185
(cf.
p.152
) (v B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξυλλείομαι
Headword (normalized):
ξυλλείομαι
Headword (normalized/stripped):
ξυλλειομαι
IDX:
71707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71708
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξυλλείομαι</span>, Boeot. for <span class="foreign greek">ξυλεύομαι,</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 2.185 </span> (cf. <span class="bibl"> p.152 </span>) (v B. C.).</div><br><br>'}