Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξηροτροφικόν
ξηροφαγέω
ξηροφαγία
ξηροφθαλμία
ξηρόφλοιος
ξηρόφορτον
ξηρόφρυκτον
ξηρόφωνος
ξηροχειμάρρους
ξηρώδης
ξῖ
ξίμβρα
ξιπομάκαιρα
ξιρίς
ξίφαι
ξιφήν
ξιφήρης
ξιφηφορέω
ξιφηφορία
ξιφηφόρος
ξιφίας
View word page
ξῖ
ξῖ,
A). v. ξεῖ.


ShortDef

the letter ksi

Debugging

Headword:
ξῖ
Headword (normalized):
ξῖ
Headword (normalized/stripped):
ξι
IDX:
71632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξῖ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ξεῖ.</span> </div> </div><br><br>'}