Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηροπυρίτας
ξηρός
ξηρόσαρκος
ξηροσμύρνη
ξηροτήγανον
ξηρότης
ξηροτριβέω
ξηροτριβία
ξηροτροφικόν
View word page
ξηροπόταμος
ξηρο-πόταμος,
A). torrens, Gloss.


ShortDef

torrens

Debugging

Headword:
ξηροπόταμος
Headword (normalized):
ξηροπόταμος
Headword (normalized/stripped):
ξηροποταμος
IDX:
71612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρο-πόταμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">torrens,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}