Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκαρυόφυλλον
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηροπυρίτας
ξηρός
View word page
ξηρολογία
ξηρο-λογία
,
ἡ
,
A).
gathering of dry brushwood,
Sammelb.
5126.25
(iii A.D.).
ShortDef
gathering of dry brushwood
Debugging
Headword:
ξηρολογία
Headword (normalized):
ξηρολογία
Headword (normalized/stripped):
ξηρολογια
IDX:
71605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71606
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρο-λογία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gathering of dry brushwood,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 5126.25 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}