Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκαρυόφυλλον
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηροπυρίτας
View word page
ξηρόκοπτον
ξηρό-κοπτον, τό,
A). mortar, Hsch. s.v. ἴ<γ>δη (Rhod.).


ShortDef

mortar

Debugging

Headword:
ξηρόκοπτον
Headword (normalized):
ξηρόκοπτον
Headword (normalized/stripped):
ξηροκοπτον
IDX:
71604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρό-κοπτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mortar,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἴ&lt;γ&gt;δη</span> (Rhod.).</div> </div><br><br>'}