Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκαρυόφυλλον
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
View word page
ξηροκόλλα
ξηρο-κόλλα· σύνθεσίς τις παρὰ τοῖς χρυσουργοῖς, Hsch.
II). (written exiricolla, etc.) = ξυλοκόλλα , Gloss.


ShortDef

exiricolla

Debugging

Headword:
ξηροκόλλα
Headword (normalized):
ξηροκόλλα
Headword (normalized/stripped):
ξηροκολλα
IDX:
71602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρο-κόλλα·</span> <span class="foreign greek">σύνθεσίς τις παρὰ τοῖς χρυσουργοῖς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> (written <span class="tr" style="font-weight: bold;">exiricolla,</span> etc.) = <span class="ref greek">ξυλοκόλλα</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}