Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξηράφιον
ξηρίγγοι
ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκαρυόφυλλον
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
View word page
ξηροκαρυόφυλλον
ξηρο-καρυόφυλλον,
A). v. ξυλοκαρυόφυλλον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξηροκαρυόφυλλον
Headword (normalized):
ξηροκαρυόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
ξηροκαρυοφυλλον
IDX:
71600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρο-καρυόφυλλον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ξυλοκαρυόφυλλον.</span> </div> </div><br><br>'}