Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρασμός
ξηράφιον
ξηρίγγοι
ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκαρυόφυλλον
ξηροκέφαλος
View word page
ξηρίγγοι
ξηρ-ίγγοι·
ποταμοὶ ἀεὶ ῥέοντες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξηρίγγοι
Headword (normalized):
ξηρίγγοι
Headword (normalized/stripped):
ξηριγγοι
IDX:
71591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71592
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρ-ίγγοι·</span> <span class="foreign greek">ποταμοὶ ἀεὶ ῥέοντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}