Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ξηνός
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρασμός
ξηράφιον
ξηρίγγοι
ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
View word page
ξηρασμός
ξηρ-ασμός,
A). gloss on αὐασμός , Erot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ξηρασμός
Headword (normalized):
ξηρασμός
Headword (normalized/stripped):
ξηρασμος
IDX:
71589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηρ-ασμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">αὐασμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}