Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ξέσσε
ξεστασία
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστίον
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηνός
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρασμός
View word page
ξηνός
ξηνός
,
ὁ
,
A).
=
κορμός
(i.e.
ἐπίξηνον
),
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ξηνός
Headword (normalized):
ξηνός
Headword (normalized/stripped):
ξηνος
IDX:
71579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71580
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ξηνός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κορμός</span> (i.e. <span class="foreign greek">ἐπίξηνον</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}