Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀναπαύλησις
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυστόν
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
ἀναπείρω
ἀναπειστήριος
ἀναπελάσας
View word page
ἀναπαυστόν
ἀνα-παυστόν· τὸ μηκώνιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναπαυστόν
Headword (normalized):
ἀναπαυστόν
Headword (normalized/stripped):
αναπαυστον
IDX:
7157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνα-παυστόν·</span> <span class="foreign greek">τὸ μηκώνιον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}